Το είδαμε και πολύ μας άρεσε.
Σπεύσατε στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Όταν μου είπαν πως πρόκειται για τρίωρη παράσταση είπα : «Αποκλείεται!». Στη συνέχεια και με τα πολλά, πείστηκα, έβαλα τα καλά μου, πήρα μαζί μου τα τονωτικά μου, τα drinks τα ενεργειακά μου και πήγα. Όπως αποδείχθηκε στην πορεία, δεν εξοπλίστηκα σωστά.
Το ΚΘΒΕ έβαλε τα δυνατά του και μας χάρισε μια παράσταση άρτια σε όλα τα επίπεδα, κατά την ταπεινή και καθόλου εξειδικευμένη μου άποψη. Οι τρεις ώρες, δεν το αρνούμαι, δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά σχεδόν δεν καταλαβαίνεις πως περνάνε. Το αποτέλεσμα σε αποζημιώνει τόσο για την όποια σωματική κούραση μπορεί να νιώσεις προσπαθώντας να ξεμουδιάσεις το κορμί σου πότε δεξιά και πότε αριστερά, όσο και για την αρκετά ανεπαρκή θέρμανση της αίθουσας.
Πρόκειται για την ιστορία της ζωής του ήρωα που έδωσε το όνομά του στον τίτλο, ενός ανθρώπου που πάντα αναζητούσε καταφύγιο στις χίμαιρες της φαντασίας του, αρνούμενος πεισματικά να συμβιβαστεί με την αφόρητα πραγματική πραγματικότητά του. Εγκαταλείπει μέρη, εγκαταλείπει ανθρώπους, εγκαταλείπει ιδέες, ενθουσιάζεται με νέες, απογοητεύεται, ταξιδεύει κι επιστρέφει, πάντα κυνηγώντας να βρει την απόλυτη ουτοπία του, τον Εαυτό του.
Όσο για την παράσταση…
πραγματικά δεν ξέρω που να σταθώ. Ευρηματική σκηνοθεσία, έξυπνη σκηνογραφία – που γέμιζε την τεράστια σκηνή και κάλυπτε τις πάμπολλες απαιτήσεις σε σκηνικά με απλές κατασκευές και τρικ, πολύ σωστό το δέσιμο με τους φωτισμούς και τη μουσική, εξαιρετικό καστ, πολύ καλή δουλειά από όλους, από τον μικρότερο μέχρι τον σημαντικότερο ρόλο. Το σπάσιμο του κεντρικού ρόλου σε 4 ηθοποιούς με σημείο αναφοράς τους το κόκκινο μαντήλι τους, τη σωστή ηλικιακή διαφορά τους, και φυσικά τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων τους (αν και προσωπικά ξεχώρισα τον δεύτερο) όχι μόνο δεν μπέρδευε, αλλά συνέπαιρνε τον θεατή στο ταξίδι του ήρωα.
Ξεχώρισα τρία σημεία που αξίζει να σημειωθούν. Το πρώτο, η αποδόμηση των εφέ, η απογύμνωσή τους στο μάτι του θεατή: μια απλή λαμαρίνα για τον ήχο των βροντών, δυο ηθοποιοί να φυσούν σε δυο μικρόφωνα για να αποδώσουν τον μανιασμένο άνεμο, κι όλα μπροστά στη σκηνή, φανερά, απλά, και συνάμα μαγικά. Στο ίδιο απλό πνεύμα, η εξαιρετική μελέτη στην κινησιολογία των ηθοποιών: κανένας τεχνητός αέρας δεν φυσούσε, μα νόμιζες πως πάνω στη σκηνή θα τους πάρει να τους σηκώσει. Καμιά θάλασσα δεν φουρτούνιαζε, μα ήσουν βέβαιος πως ο πρωταγωνιστής πνίγεται στα μαύρα της νερά. Και τέλος, η Κα Χρυσάνθη Δούζη, η μάνα του Πέερ Γκυντ για την αληθινή της ερμηνεία, δυνατή και συνάμα σπαρακτική, σε καθήλωνε από την πρώτη μέχρι την τελευταία της εμφάνιση στα μέσα περίπου του έργου. Και μάλιστα, συνέβη κάπου εκεί, στα μέσα του έργου…
Καθόμουν με τα καλά μου, ψάχνω τα πράγματά μου, βρίσκω τα τονωτικά μου, τα drinks τα ενεργειακά μου, όλα αυτά τα άχρηστά μου, μα πουθενά τα χαρτομάντηλά μου. Να σκουπίσω δάκρυα που δεν μπορούσα να ελέγξω ενώ επί σκηνής διαδραματιζόταν η πιο συγκινητική σκηνή , αυτή του αποχωρισμού μάνας και γιου.
Δεν είχα εξοπλιστεί σωστά.
Γι’ αυτό σας το λέω, να πάτε, και μάλιστα έτοιμοι.
Παπαδόπουλος Γιώργος για το Freemind.gr